-
1 αρχαιολογία
ἀρχαιολογίᾱ, ἀρχαιολογίαantiquarian lore: fem nom /voc /acc dualἀρχαιολογίᾱ, ἀρχαιολογίαantiquarian lore: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————ἀρχαιολογίαι, ἀρχαιολογίαantiquarian lore: fem nom /voc plἀρχαιολογίᾱͅ, ἀρχαιολογίαantiquarian lore: fem dat sg (attic doric aeolic) -
2 αρχαιολογια
-
3 ἀρχαιολογία
Βλ. λ. αρχαιολογία -
4 ἀρχαιολογίᾳ
Βλ. λ. αρχαιολογία -
5 αρχαιολογία
η археология -
6 αρχαιολογία
[архэологиа] ουσ. Θ. археология.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > αρχαιολογία
-
7 αρχαιολογία
[архэологиа] ουσ θ археология. -
8 ἀρχαιολογία
ἀρχαιο-λογία, ἡ,A antiquarian lore, ancient legends or history, Pl. Hp.Ma. 285d, D.S.2.46, D.H.1.4, Str.11.14.12; title of works by Cleanthes, Josephus, and Hieronymus Aegyptius, cf. J.AJ1.3.6.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀρχαιολογία
-
9 ἀρχαιολογία
-
10 αρχαιολογία
archéologie -
11 αρχαιολογία
archeologia (f) rzecz. -
12 αρχαιολογία
archeologie -
13 αρχαιολογία
archaeologyΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > αρχαιολογία
-
14 arkeoloji
αρχαιολογία -
15 archéologie
αρχαιολογία -
16 archeologie
αρχαιολογία -
17 archaeology
αρχαιολογία -
18 archeologia
αρχαιολογία -
19 αρχαιολογίας
ἀρχαιολογίᾱς, ἀρχαιολογίαantiquarian lore: fem acc plἀρχαιολογίᾱς, ἀρχαιολογίαantiquarian lore: fem gen sg (attic doric aeolic) -
20 ἀρχαιολογίας
ἀρχαιολογίᾱς, ἀρχαιολογίαantiquarian lore: fem acc plἀρχαιολογίᾱς, ἀρχαιολογίαantiquarian lore: fem gen sg (attic doric aeolic)
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἀρχαιολογία — ἀρχαιολογίᾱ , ἀρχαιολογία antiquarian lore fem nom/voc/acc dual ἀρχαιολογίᾱ , ἀρχαιολογία antiquarian lore fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρχαιολογίᾳ — ἀρχαιολογίαι , ἀρχαιολογία antiquarian lore fem nom/voc pl ἀρχαιολογίᾱͅ , ἀρχαιολογία antiquarian lore fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αρχαιολογία — Η επιστήμη που μελετά την αρχαιότητα μέσα από όλα τα μνημεία και τα υλικά κατάλοιπά της. Η α. επιδιώκει να αποκαταστήσει τις διάφορες εκδηλώσεις του αρχαίου κόσμου, αφήνοντας κατά μέρος όμως τις μαρτυρίες, που ανήκουν στη σφαίρα αρμοδιότητας της… … Dictionary of Greek
αρχαιολογία — η η φιλολογική επιστήμη που ασχολείται κυρίως με τα μνημεία της αρχαίας τέχνης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀρχαιολογίας — ἀρχαιολογίᾱς , ἀρχαιολογία antiquarian lore fem acc pl ἀρχαιολογίᾱς , ἀρχαιολογία antiquarian lore fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρχαιολογίαι — ἀρχαιολογία antiquarian lore fem nom/voc pl ἀρχαιολογίᾱͅ , ἀρχαιολογία antiquarian lore fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρχαιολογίαν — ἀρχαιολογίᾱν , ἀρχαιολογία antiquarian lore fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρχαιολογίαις — ἀρχαιολογία antiquarian lore fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Археология — I. Определение А. и значение для истории. Слово άρχαιολογία употреблено впервые Платоном: περί των γενών, ώ Σώκρατες, των τε ήρώων καί των αθρώπων, καί των κατοικησέων, ώς τό αρχαϊον εκτίσθησαν αί πόλεις, καί συλλήβδην πάσης τής άρχαιολογίας… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
Археология — Археологические раскопки на территории кремля в Угличе … Википедия
κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου … Dictionary of Greek